- στεφανιαίων
- στεφανιαῖοςoffem gen plστεφανιαῖοςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
στεφανιαίος — α, ο / στεφανιαίος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με στεφάνι ή αυτός που ανήκει στο στεφάνι νεοελλ. φρ. α) «στεφανιαία ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια αιμάτωσης τών στεφανιαίων αρτηριών, δυσαναλογία μεταξύ προσφερόμενου αίματος και τροφικών αναγκών … Dictionary of Greek
έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… … Dictionary of Greek
θρόμβωση — Σχηματισμός στερεών μαζών (θρόμβων) μέσα στο αγγειακό σύστημα της κυκλοφορίας του αίματος. Η θ. μπορεί να συμβεί στις φλέβες, στις αρτηρίες αλλά και στην καρδιά, και εξαρτάται κυρίως από τρεις παράγοντες: αλλοίωση του ενδοθηλίου που επενδύει το… … Dictionary of Greek
καρδιορρηξία — η ιατρ. ρήξη, διάσχιση τών τοιχωμάτων τής καρδιάς από βλάβη τών στεφανιαίων αγγείων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cardiorhexie < cardio (πρβλ. καρδι[ο] *) + rhex (πρβλ. ρήξις) + ie (πρβλ. ία)] … Dictionary of Greek
καρδιοσκλήρωση — η ιατρ. σκληρυντική αλλοίωση τών στεφανιαίων αγγείων τής καρδιάς και τού ενδοκαρδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cardiosclerose < cardio (πρβλ. καρδι[ο] *) + sclerose (πρβλ. σκλήρωσις)] … Dictionary of Greek
καρδιοχειρουργική — Βλ. λ. καρδιά (Χειρουργική). * * * η ιατρ. κλάδος τής χειρουργικής εξειδικευμένος στη διόρθωση συγγενών και επίκτητων ανωμαλιών τής καρδιάς και τών μεγάλων αγγείων που βρίσκονται κοντά της, στην αντιμετώπιση τών κακώσεων τής καρδιάς, τού… … Dictionary of Greek
περιστενίτιδα — η, Ν (κτην.) χρόνια φλεγμονή τών στεφανιαίων δακτυλίων τής οπλής τών ιπποειδών, που καθιστά ανώμαλη την επιφάνεια τού τοιχώματος τής οπλής … Dictionary of Greek
πρενυλαμίνη — η, Ν (φαρμ.) συνθετικό φάρμακο που προέρχεται από την αμφεταμίνη, έχει ηρεμιστική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα και επιδρά στην κυκλοφορία τών στεφανιαίων αγγείων προκαλώντας αγγειοδιαστολή … Dictionary of Greek
στεφανιίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονώδης αρτηριοπάθεια τών στεφανιαίων αγγείων που μπορεί να οδηγήσει σε στεφανιαία ανεπάρκεια … Dictionary of Greek